Αποσπάσματα από άρθρο του Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ για την ισοτιμία της γυναίκας για το θεσμό της οικογένειας, για την αλληλεπίδραση του υποκειμενικού- αντικειμενικού στα κοινωνικά φαινόμενα.
Στις 22 Δεκέμβρη 2015 ψηφίστηκε στη Βουλή ο νόμος «Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων, ποινικές και άλλες διατάξεις», με τη διαδικασία της ονομαστικής ψηφοφορίας. Επί της αρχής ψήφισαν υπέρ 193 βουλευτές και 56 κατά. Οι κοινοβουλευτικές ομάδες του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ, του ΠΟΤΑΜΙΟΥ και της Ένωσης Κεντρώων υπερψήφισαν το νόμο. Διαφοροποιήσεις υπήρχαν στην ψήφο των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας και των ΑΝΕΛ. Η κοινοβουλευτική ομάδα του ΚΚΕ ψήφισε κατά επί της αρχής και στα άρθρα του νόμου, από τα οποία τα πρώτα 14, καθώς και το άρθρο 56, αναφέρονται στο Σύμφωνο Συμβίωσης (ΣΣ) και την επέκταση της δυνατότητας σύναψής του και στα ομόφυλα ζευγάρια...
Το σύμφωνο συμβίωσης και οι τροποποιήσεις με βάση τον νέο νόμο
Ο Νόμος 3719/2008 καθιέρωσε το Σύμφωνο Συμβίωσης μεταξύ των ετερόφυλων ζευγαριών. Ως προϋπόθεση για την έναρξη της ισχύος του ΣΣ οριζόταν η κατάθεσή του στο ληξιαρχείο. Σύμφωνα με το νόμο αυτό, οι συμβιούντες είχαν ελευθερία να διαμορφώνουν κατά το δοκούν το περιεχόμενο κάθε ιδιαίτερου ΣΣ, με εξαίρεση το νομικό καθεστώς των τέκνων και τις κληρονομικές σχέσεις, για τα οποία υπήρχε ειδική ρύθμιση.
Σύμφωνα με αυτήν τη ρύθμιση, το τέκνο που γεννιέται κατά τη διάρκεια ισχύος του συμφώνου συμβίωσης ή εντός τριακοσίων ημερών από τη λύση του τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον άντρα με τον οποίο η μητέρα κατάρτισε το σύμφωνο. Τη γονική μέριμνα του τέκνου αυτού την έχουν και την ασκούν από κοινού οι δύο γονείς, όπως συμβαίνει και στις περιπτώσεις των τέκνων που είναι γεννημένα σε γάμο. Αντίστοιχα, σε περίπτωση λύσης του συμφώνου εφαρμόζονται για τη γονική μέριμνα οι διατάξεις που ισχύουν σε περίπτωση διαζυγίου. Με το σύμφωνο συμβίωσης δε δημιουργούνταν κοινή οικογενειακή μερίδα των συμβιούντων. Το τέκνο που γεννιόταν από τους συμβιούντες θα εγγραφόταν στην οικογενειακή μερίδα ενός από αυτούς.
Όσον αφορά στα κληρονομικά δικαιώματα, στην περίπτωση που δεν υπάρχει διαθήκη και υπάρχουν και άλλοι νόμιμοι κληρονόμοι, ο επιζών εκ των συμβιούντων κληρονομούσε περίπου το μισό του μεριδίου που θα έπαιρνε σε περίπτωση γάμου ο επιζών εκ των συζύγων. Στην περίπτωση που δεν υπήρχε ούτε διαθήκη, ούτε άλλοι νόμιμοι κληρονόμοι, ο επιζών εκ των συμβιούντων κληρονομούσε το σύνολο της περιουσίας.
Το σύμφωνο με το Ν. 3719/2008 λυόταν εύκολα με έναν από τους παρακάτω τρόπους: α) Με συμφωνία των συμβληθέντων που γίνεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο, β) με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση που κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή και γ) με την τέλεση γάμου είτε μεταξύ των συμβληθέντων είτε μεταξύ ενός από αυτούς και τρίτου προσώπου.
Επίσης, με βάση το νόμο του 2008, οι συμβιούντες δεν αντιμετωπίζονταν ως σύζυγοι ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις από τα ασφαλιστικά ταμεία (ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, σύνταξη) και την εφορία.
Το 2008, το ΣΣ προβλήθηκε ως ένα αστικό συμβόλαιο, πιο χαλαρό σε σχέση με το πολιτικό γάμο, το οποίο εξασφαλίζει τα δικαιώματα των παιδιών που γεννιούνται κατά τη διάρκεια της ισχύος του. Σημειώνουμε ότι όσον αφορά τα ζητήματα γονικής μέριμνας για τα παιδιά εκτός γάμου, αυτά ρυθμίζονταν από το νόμο με τις προϋπάρχουσες διατάξεις για την «εκούσια αναγνώριση τέκνου».
Απ’ όλη την πορεία της σχετικής συζήτησης και νομοθετικής πρωτοβουλίας (με ιδιαίτερα αποκαλυπτική προς αυτό τις τωρινές τροποποιήσεις) φαίνεται ότι, από την αρχή της θεσμοθέτησής του, το 2008, το ΣΣ δεν είχε ως στόχο την αντιμετώπιση υπαρκτών ζητημάτων στο θεσμό του πολιτικού γάμου, αλλά την επέκτασή του στα ομόφυλα ζευγάρια... Τα υπαρκτά ζητήματα με το θεσμό του πολιτικού γάμου μπορούσαν να ρυθμιστούν με σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις στον ίδιο το θεσμό (π.χ. διευκόλυνση της λύσης του, απαλλαγή από γραφειοκρατικές διαδικασίες κλπ.) και όχι με τη θεσμοθέτηση μίας ακόμα –δήθεν πιο χαλαρής– μορφής γάμου...
Με τις διατάξεις του νέου νόμου επεκτείνεται η δυνατότητα σύναψης ΣΣ και στα ομόφυλα ζευγάρια. Ακόμα, επεκτείνονται στους συμβιούντες (ομόφυλα ή ετερόφυλα ζευγάρια) οι διατάξεις του αστικού κώδικα για τους συζύγους, που αφορούν κληρονομικά, εργασιακά, ασφαλιστικά, συνταξιοδοτικά δικαιώματα, το ζήτημα της διατροφής, της συμμετοχής στα αποκτήματα και άλλες αξιώσεις των συζύγων μεταξύ τους... Τόσο στο ΣΣ, όπως ρυθμίζεται με το νόμο 2008, όσο και στο νέο νόμο δεν περιλαμβάνεται η δυνατότητα τεκνοθεσία και Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής και από τους δύο συμβιούντες. Όμως, με το νόμο «Μέτρα για την Προώθηση των Θεσμών της Αναδοχής και της Υιοθεσίας», που ψηφίστηκε τις 9 Μάη 2018, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, δίνεται η δυνατότητα αναδοχής τέκνων από ζευγάρια που έχουν συνάψει ΣΣ, ετερόφυλα και ομόφυλα. Σημειώνεται ότι με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, υπάρχει δυνατότητα τεκνοθεσίας και από ένα άτομο, εντός ή εκτός συμβίωσης, φυσικά με αυστηρότερα κριτήρια από τις κοινωνικές υπηρεσίες στη δεύτερη περίπτωση.
Διαφοροποίηση ως προς το νόμο του 2008 υπάρχει στη δυνατότητα κοινής οικογενειακής μερίδας των συμβιούντων και ως προς τη διαδικασία λύσης του Συμφώνου Συμβίωσης. Στην περίπτωση της μονομερούς δήλωσης πρέπει να παρέλθουν 3 μήνες από τη σχετική επίδοση της πρόσκλησης για λύση από τον έναν στον άλλο. Επίσης, στο νέο νόμο λύεται αυτοδίκαια το Σύμφωνο μόνο στην περίπτωση που συναφθεί γάμος μεταξύ των μερών και όχι μεταξύ ενός από αυτούς και τρίτου προσώπου, όπως προβλεπόταν στο προηγούμενο σύμφωνο. Έτσι, καθίσταται πιο δύσκολη η διαδικασία λύσης του.
Γενικό συμπέρασμα είναι ότι τα δικαιώματα των συμβιούντων προσεγγίζουν αυτά των συζύγων, με τις ήδη προαναφερόμενες εξαιρέσεις.
Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η βασική αιτιολόγηση της τροποποίησης του ΣΣ (που ρυθμιζόταν με το νόμο 2008) ήταν η συμμόρφωση της Ελλάδας με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στην απόφαση «Βαλλιανάτος κατά Ελλάδας». Στην ίδια αιτιολογική βάση της αναγκαιότητας άρσης όλων των διαχωρισμών και της «μη διάκρισης», η πλήρης εναρμόνιση των δικαιωμάτων των συμβιούντων με αυτά των συζύγων ανοίγει το δρόμο –είτε μέσω Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είτε με διαφορετικό τρόπο– για τη μελλοντική προώθηση της υιοθεσίας και της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής και στα ομόφυλα ζευγάρια...
Η στάση των πολιτικών κομμάτων και της Εκκλησίας
... Κοινή αφετηρία τοποθέτησης όλων των κομμάτων και βουλευτών- φιλελεύθερων, σοσιαλδημοκρατικών, οπορτουνιστικών πολιτικών δυνάμεων- που τάχθηκαν υπέρ της ψήφισης του σχεδίου νόμου είναι από τη μία η αναγνώριση των αποφάσεων των διεθνών δικαστηρίων και της διεθνούς πείρας και από την άλλη η επίκληση των «ανθρώπινων δικαιωμάτων».
Από τη μια μεριά, λοιπόν, ψηφίζουν μέτρα που τσακίζουν κοινωνικά, ασφαλιστικά, εργασιακά δικαιώματα και από την άλλη μεριά επιδιώκουν να εμφανιστούν, υποκριτικά, ως δήθεν υπερασπιστές των ατομικών δικαιωμάτων... Για παράδειγμα, επικαλούνται τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα μεταξύ των δύο συμβαλλόμενων μερών στο ΣΣ, ενώ εξαπολύεται νέα επίθεση στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα. Επιμελώς αποκρύπτουν ότι καθολικά κοινωνικά δικαιώματα, όπως η μόνιμη και σταθερή δουλειά, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους, ανεξάρτητα αν είναι ασφαλισμένοι ή μη, δεν ικανοποιούνται γιατί θυσιάζονται στο βωμό του καπιταλιστικού ανταγωνισμού και των κερδών.
Η ΧΑ, από την πλευρά της, όχι μόνο καταψήφισε το νόμο, αλλά εντείνει τις απαράδεκτες φραστικές και σωματικές επιθέσεις της σε ομοφυλόφιλους, φέροντας σημαντική ευθύνη για τη στοχοποίησή τους. Από την άλλη, η αντίδρασή της στο νομοσχέδιο απορρέει από αντιδραστικές θέσεις εκθειασμού της οικογένειας ως πυρήνα αναπαραγωγής της κοινωνίας, κινούμενη στη γνωστή ιδεολογική γραμμή «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Η αντιδραστική οπτική της αρνητικής της στάσης στο νόμο φαίνεται και μέσα από τις διάσπαρτες τοποθετήσεις στελεχών περί της αναγκαιότητας παραμονής της γυναίκας «στο σπίτι», με στόχο τη φροντίδα της οικογένειας και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών.
Από αντιδραστική σκοπιά τάχθηκε αρνητικά και η Εκκλησία, με απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (ΔΙΣ). Αν και υπάρχουν διαφορετικοί χρωματισμοί στις τοποθετήσεις των μητροπολιτών και άλλων εκπροσώπων της, η Εκκλησία με την επίσημη τοποθέτησή της επιλέγει να διατηρήσει χαμηλούς τόνους, διευκρινίζοντας ότι η συγκεκριμένη θέση της αφορά αποκλειστικά τα μέλη της... Θεωρεί την οικογένεια και το γάμο (εννοείται πως αναγνωρίζει μόνο το θρησκευτικό γάμο) ως απαραίτητους θεσμούς για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών με επίκεντρο τη διδασκαλία του ορθόδοξου χριστιανισμού. Θεωρεί δηλαδή την οικογένεια ως απαραίτητο συμπλήρωμα της Εκκλησίας στο στόχο της υιοθέτησης από τα παιδιά της μεταφυσικής θρησκευτικής κοσμοθεωρίας. Η Εκκλησία αντιτάσσεται λοιπόν στο σχέδιο νόμου από την οπτική της υπεράσπισης της ανατροφής «καλών χριστιανών». Άμεσα ή έμμεσα αναγνωρίζει ως σκοπό της σεξουαλικής σχέσης την τεκνοποίηση...
Το θεωρητικό υπόβαθρο της αντιπαράθεσης
Η νομική κατοχύρωση της συμβίωσης ατόμων ομόφυλου σεξουαλικού προσανατολισμού προβάλλεται ως κατοχύρωση ατομικού δικαιώματος. Συνολικά, η συζήτηση περί θέσπισης δικαιωμάτων γίνεται με διαστρεβλωμένα και ανορθολογικά κριτήρια, καθώς η αστική αντίληψη αντιπαραθέτει το ατομικό με το κοινωνικό ή τα απομονώνει μεταξύ τους. Παραβλέπεται συνειδητά ότι τα ατομικά δικαιώματα δεν ασκούνται ερήμην της κοινωνίας, αλλά συνδέονται με τα κοινωνικά δικαιώματα και αλληλοτροφοδοτούνται από τους κοινωνικούς όρους της ζωής και τους κοινωνικούς αγώνες, τη διεκδίκηση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών. Ως αποτέλεσμα, τόσο το εκάστοτε δικαίωμα, όσο και το πλαίσιο, οι όροι και οι προϋποθέσεις άσκησής του, αποκόπτονται από οποιονδήποτε κοινωνικό, ταξικό προσδιορισμό του ατόμου. Έτσι, χάνεται κάθε διαφοροποίηση μεταξύ των ξεχωριστών ανθρώπων. Το άτομο, ως απρόσωπος φορέας δικαιωμάτων, χάνει κάθε υλικό (φυσικό- κοινωνικό) και συγκεκριμένο γνώρισμά του, παρότι είναι ακριβώς αυτά που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο εισέρχεται και αναπτύσσει τις διάφορες κοινωνικές σχέσεις.
Έτσι, στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, σύνθετα κοινωνικά ζητήματα προσεγγίζονται με όρους “ατομικών δικαιωμάτων”, ερμηνεύονται ως ζητήματα (επανα)προσδιορισμού της θέσης του ατόμου στην κοινωνία, στην κάθε επιμέρους κοινωνική σχέση. Οι σχέσεις που εκδηλώνονται στις διάφορες σφαίρες της κοινωνικής ζωής απονευρώνονται από κάθε ταξικό προσδιορισμό, από τις ταξικές εκμεταλλευτικές σχέσεις που επιδρούν καθοριστικά σε όλες τις πτυχές της ζωής του σύγχρονου ανθρώπου.1
Σε αυτή τη θεωρητική κατεύθυνση εντάσσονται και οι απόψεις, στις οποίες ο ομόφυλος σεξουαλικός προσανατολισμός ή η εναλλαγή ομόφυλου και ετερόφυλου σεξουαλικού προσανατολισμού ή η επιλογή ανάμεσα σε πολλαπλές “ταυτότητες φύλου” και οι αντίστοιχες πολιτικές πρακτικές μπορεί να αποκτήσει πολιτικά χαρακτηριστικά αντισυμβατικής, αντικαθεστωτικής, ριζοσπαστικής πράξης. Αναδεικνύεται ως «δρόμος» για να ξεπεραστούν αναχρονιστικές αντιλήψεις για τη θέση των γυναικών στην κοινωνία, για τη σεξουαλικότητα, μια «μορφή σύγκρουσης με την εξουσία, που βασίζεται στην ανδροκρατούμενη κοινωνία». Στο επίκεντρο της συζήτησης βρέθηκαν οι θεωρίες περί “κοινωνικού φύλου”, προβάλλοντας ότι «το φύλο είναι κάτι ρευστό», κοινωνικά και γλωσσικά κατασκευασμένο. Υποστηρίζεται ότι το «φύλο δεν είναι αυτό που είμαστε, αλλά αυτό που επιτελούμε». Πρόκειται για το φιλοσοφικό ρεύμα του μεταμοντερνισμού, της μετανεωτερικότητας.2
Οι θεωρήσεις αυτές θεμελιώνονται στο έδαφος της αμφισβήτησης ή και αναίρεσης της προτεραιότητας των υλικών σχέσεων (τόσο στο επίπεδο της κοινωνίας, όσο και του ίδιου του σώματος) σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση της συνείδησης. Οι υλικές αυτές σχέσεις καταλήγουν να θεωρούνται το παθητικό στοιχείο στην αλληλεπίδραση του ατόμου με την κοινωνία, στα πλαίσια συγκεκριμένων ιστορικά καθορισμένων κοινωνικών σχέσεων. Όμως, όπως ανέλυσε ο Μαρξ: «Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, οι άνθρωποι εισέρχονται σε σχέσεις καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους, σε σχέσεις παραγωγής, οι οποίες αντιστοιχούν σε μια καθορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων. Η ολότητα αυτών των σχέσεων παραγωγής αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνία, την πραγματική βάση πάνω στην οποία υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν συγκεκριμένες κοινωνικές μορφές συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την κοινωνική, πολιτική, πνευματική διαδικασία της ζωής γενικά. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, μα αντίθετα το κοινωνικό είναι τους καθορίζει τη συνείδησή τους.»3
Στη βάση των θεωριών περί “κοινωνικού φύλου, το υποκειμενικό βίωμα του ατόμου χρησιμοποιείται ως εργαλείο για την υποκειμενοποίηση της προσέγγισης των κοινωνικών σχέσεων στις οποίες εντάσσεται. Στη βάση αυτή, τα διάφορα κοινωνικά γνωρίσματα του ατόμου είναι “κατασκευές” και όχι συγκεκριμένες εκφράσεις των αντικειμενικών σχέσεων με ιστορικό, κοινωνικό περιεχόμενο. Με βάση αυτές τις θεωρίες, αν αυτές οι “κοινωνικές κατασκευές” ήταν διαφορετικές, τότε και οι κοινωνικές σχέσεις θα ήταν άλλες. Αμφισβητείται- ακόμα και αν δε λέγεται ανοιχτά- ότι η κοινωνική εξέλιξη διέπεται από αντικειμενικές νομοτέλειες, οι οποίες εκδηλώνονται με ιστορικά συγκεκριμένο τρόπο.
Σε αυτή τη βάση, παρακάμπτονται ή παραποιούνται οι ταξικές αιτίες που οδήγησαν στη διαφοροποίηση της κοινωνικής θέσης των δύο φύλων στην εξέλιξη της κοινωνίας, από το πρωτόγονο κοινοτικό νοικοκυριό στην πρώτη ταξική κοινωνία.4 Και συνακόλουθα η θέση της γυναίκας άλλαζε με βάση τον καταμερισμό εργασίας.
Μέσα από τις συγκεκριμένες θεωρητικές προσεγγίσεις, η μελέτη ενός σύνθετου ιστορικού, κοινωνικού φαινομένου, που οι Μαρξ- Ένγκελς ονόμασαν “γυναικείο ζήτημα”, αποστεώνεται από τις κοινωνικές αιτίες που επέβαλαν συντριπτικά διαφορετικές κοινωνικές συμπεριφορές μεταξύ των δύο φύλων. Οι θεωρίες περί “κοινωνικού” φύλου, παρουσιάζουν αποσπασμένα- και όχι στην αλληλεπίδρασή τους- τα βιολογικά χαρακτηριστικά του φύλου από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του, που είναι εξίσου αντικειμενικά προσδιορισμένα. Απολυτοποιούν την υπαρκτή επίδραση της κοινωνίας σε μια σειρά αντιλήψεις για τα φύλα. Οι κοινωνικές αντιλήψεις για τα φύλα, όμως, δεν διαμορφώνονται από την ατομική εμπειρία του καθενός και της καθεμιάς, αλλά σε συγκεκριμένο ιστορικό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό περιβάλλον.
Οπωσδήποτε, οι αντιδραστικές απόψεις περί βιολογικής κατωτερότητας της γυναίκας που επικρατούσαν το Μεσαίωνα αναπαράχθηκαν κοινωνικά. Η θέση της γυναίκας στη δουλοκτητική, στη φεουδαρχική, ακόμα και στην καπιταλιστική κοινωνία για εκατοντάδες χρόνια δεν ήταν αποτέλεσμα των βιολογικών χαρακτηριστικών του γυναικείου φύλου. Ήταν αποτέλεσμα οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών παραγόντων που διαμορφώθηκαν ιστορικά στην εκάστοτε κοινωνία (κυρίαρχες σχέσεις ιδιοκτησίας). Αυτοί οι παράγοντες καθόρισαν τη θέση της γυναίκας στην κοινωνική εργασία, αλλά και στη θέση της στην οικογένεια, με βάση το ρόλο της στην αναπαραγωγική διαδικασία (θέση στην τεκνογονία, μητρότητα).
Τα κοινωνικά στερεότυπα, οι κοινωνικές συνήθειες και συμπεριφορές, οι νοοτροπίες για τα δύο φύλα αναπτύσσονται στο έδαφος συγκεκριμένων οικονομικών, κοινωνικών σχέσεων. Επομένως, στα πλαίσια των ταξικών εκμεταλλευτικών σχέσεων λειτουργούν νομιμοποιητικά υπέρ των ανισοτιμιών και των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών. Πρόκειται για ανισοτιμίες και διακρίσεις που αναπαράγονται και στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία με νέες, δήθεν σύγχρονες, μορφές, καθώς αποτελούν πηγή πρόσθετου κέρδους, έντασης της εκμετάλλευσης και καταπίεσης, αλλά και μέσο χειραγώγησης.
Η ουσία των απόψεων για το “κοινωνικό φύλο” δεν περιορίζεται στον τρόπο που αντιλαμβάνονται το φύλο. Βρίσκεται στην απολυτοποίηση της ατομικής εμπειρίας, ως αφετηρίας και πηγής προέλευσης της γνώσης, σε βάρος της κοινωνικής εμπειρίας, σε βάρος τελικά της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Αυτή η θεωρητική-ιδεολογική προσέγγιση θεμελιώνεται σε μια σειρά χώρες και μέσω συγκεκριμένων πολιτικών πρακτικών, όπως η αντικατάσταση στα νομικά έγγραφα του ατόμου του ονόματος του πατέρα και της μητέρας από τα ονόματα γονέας 1 και γονέας 2. Αντίστοιχα, η Γερμανία αναγνωρίζει από το 2013 το «τρίτο» - απροσδιόριστο φύλο, ενώ η Γαλλία αναγνωρίζει από τον Οκτώβρη του 2015 το «ουδέτερο φύλο». Στο Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Whitney στις ΗΠΑ, έχουν δημιουργηθεί τουαλέτες «για όλα τα φύλα». Σε ιδιωτικό νηπιαγωγείο στη Στοκχόλμη της Σουηδίας αποφεύγεται κάθε αναφορά σε θηλυκό και αρσενικό, ώστε να μη διακρίνονται τα παιδιά με βάση το φύλο τους. Διδάσκονται σε πανεπιστημιακά τμήματα στην Ελλάδα στα πλαίσια των “σπουδών φύλου”.
Οι φορείς των παραπάνω απόψεων, αξιοποιούν τη στάση απέναντι σε αυτά τα ζητήματα ως κριτήριο κατάταξης των πολιτικών δυνάμεων σε συντηρητικές και δήθεν προοδευτικές. Η αξιοποίηση της ψευδεπίγραφης διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στη «συντήρηση» και την «πρόοδο» –η οποία πολλές φορές στην Ιστορία έχει αξιοποιηθεί προς όφελος της εξουσίας του κεφαλαίου– αποτελεί διεθνή τάση. Χαρακτηριστικό για τον ψευδεπίγραφο χαρακτήρα αυτής της διαχωριστικής γραμμής είναι το γεγονός ότι τόσο τα κόμματα που τάχθηκαν υπέρ όσο και αυτά που τάχθηκαν κατά της ψήφισης του νόμου, και με τις ανάλογες εσωτερικές τους αντιθέσεις, αποτελούν –από κοινού με την Εκκλησία– μάχιμους υπερασπιστές της καπιταλιστικής κοινωνίας. Σε αυτή την κατεύθυνση, ορισμένοι υποστηρικτές των συγκεκριμένων πολιτικών πρακτικών άσκησαν πολεμική στη θέση του ΚΚΕ απέναντι στο ΣΣ, όπως και στο νόμο για τη νομική αναγνώριση της αλλαγής ταυτότητας φύλου5 και στο νόμο για την τεκνοθεσία και την αναδοχή6, που ψηφίστηκαν επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Η θέση του ΚΚΕ για την τροποποίηση του νόμου για το σύμφωνο συμβίωσης από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ
Παίρνοντας υπόψη τη μεθόδευση και την κλιμάκωση που ακολούθησε το νόμο για το Σύμφωνο Συμβίωσης, το ΚΚΕ επεξεργάστηκε παραπέρα τη θέση του για τη συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση. Μεθοδολογικό κριτήριο της προσέγγισής του αποτελεί η ερμηνεία και η ανάλυση του θεσμού της οικογένειας ως ιστορικού - κοινωνικού φαινομένου, δίνοντας συνέχεια στη μελετητική προσπάθεια
Η οικογένεια, όπως όλα τα κοινωνικά φαινόμενα, μεταβάλλεται στο πλαίσιο της εξελικτικής πορείας της ανθρωπότητας. Ως κοινωνικό φαινόμενο, η οικογένεια δεν είχε τις ίδιες οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας. Αυτές ποίκιλλαν ανάλογα με το ιστορικό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που καθόριζε και τον εκάστοτε κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό. Για παράδειγμα, στο πρωτόγονο κοινοτικό νοικοκυριό συντελούνταν όχι μόνο η αναπαραγωγή του είδους, αλλά και οι εργασίες παραγωγής του κοινωνικού προϊόντος, η κατανομή του ισότιμα σε όλα τα μέλη της κοινότητας. Στην πορεία, σταδιακά, το κοινοτικό νοικοκυριό έχασε τον κοινωνικό του χαρακτήρα, ως μονάδα κοινωνικής εργασίας, αντικαταστάθηκε από το ατομικό νοικοκυριό. Περιορίστηκε στην αναπαραγωγή του είδους.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ένγκελς «Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη, το καθοριστικό στοιχείο στην ιστορία είναι σε τελική ανάλυση: η παραγωγή και η αναπαραγωγή της άμεσης ζωής. Αυτή όμως με τη σειρά της έχει διπλό χαρακτήρα. Από τη μια μεριά, η παραγωγή των μέσων συντήρησης, αντικειμένων για τη διατροφή, το ντύσιμο, την κατοικία και των εργαλείων που χρειάζονται για αυτά. Από την άλλη μεριά, η παραγωγή των ίδιων των ανθρώπων, η αναπαραγωγή του είδους. Οι κοινωνικοί θεσμοί όπου ζουν οι άνθρωποι μιας ορισμένης ιστορικής εποχής και μιας ορισμένης χώρας, καθορίζονται και από τα δύο είδη της παραγωγής.»7
Στις διάφορες εκμεταλλευτικές κοινωνίες, από τη δουλοκτητική έως την καπιταλιστική, η νομική κατοχύρωση των οικογενειακών σχέσεων δε σχετιζόταν με δικαιώματα που αφορούσαν σεξουαλικές σχέσεις. Για την ακρίβεια, ό,τι υπήρχε ως νομοθεσία κατοχύρωνε το δικαίωμα του άντρα να γνωρίζει ποια είναι τα παιδιά του, οι κληρονόμοι του. Από αυτό προέκυπτε και η σεξουαλική ελευθεριότητα του άντρα σε αντίθεση με της γυναίκας.8 Δηλαδή τα εθιμοτυπικά ή νομικά δικαιώματα στο γάμο δεν καθορίζονταν με βάση τις σεξουαλικές σχέσεις, το σεξουαλικό προσανατολισμό, αλλά στη βάση κοινωνικών δικαιωμάτων, που σχετίζονταν με την αναπαραγωγή του είδους, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των γονιών προς τα παιδιά, το μελλοντικό εργατικό δυναμικό ή τα μέλη της αστικής τάξης.
Με αυτήν την έννοια, κάθε διαφορετικός τύπος κοινωνίας συνεπάγεται και διαφορετικές υποχρεώσεις και δικαιώματα των γονιών τόσο προς το παιδί όσο και μεταξύ τους. Ο τρόπος ρύθμισης αυτής της κοινωνικής σχέσης και οι αντιλήψεις που την συνοδεύουν λαμβάνει χώρα στο έδαφος της κυριαρχίας συγκεκριμένων οικονομικών σχέσεων.
Ο γάμος στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία αποτελεί ένα νομικό συμβόλαιο, που εντάσσεται στο οικογενειακό δίκαιο, κυρίως όπως διαμορφώθηκε μετά τους τελευταίους νομοθετικούς εκσυγχρονισμούς τη δεκαετία του ‘80 στην Ελλάδα. Περιλαμβάνει ως κεντρικό της στοιχείο τη γονική μέριμνα, δηλαδή τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των γονιών απέναντι στα παιδιά. Από αυτή τη βάση παράγονται και οι υποχρεώσεις μεταξύ των συζύγων και τα κληρονομικά δικαιώματα. Με άλλα λόγια, αυτό που ρυθμίζεται νομικά δεν είναι κυρίως η συγκεκριμένη επιλογή συμβίωσης του κάθε ατόμου, αλλά η συμβίωση η οποία μπορεί δυνάμει να οδηγήσει στην τεκνοποίηση, συμβάλλοντας στην αναπαραγωγή του είδους. Το γεγονός αυτό δεν αναιρείται όταν κάτι τέτοιο τελικά δεν προκύπτει, όταν δηλαδή δύο σύζυγοι δεν αποκτούν –για οποιαδήποτε λόγο– παιδί.
Με βάση τα παραπάνω, το ΚΚΕ θεωρεί ότι η μόνη υποχρεωτική μορφή γάμου πρέπει να είναι εκείνη του πολιτικού γάμου, πλήρως διαχωρισμένου από τη θρησκεία. Πέρα από τον πολιτικό γάμο, το κάθε ζευγάρι μπορεί να έχει τη δυνατότητα επιλογής τέλεσης και αντίστοιχης θρησκευτικής δέσμευσης και τελετής. Ο θεσμός του πολιτικού γάμου απαιτεί εκσυγχρονισμό στην κατεύθυνση απλούστευσης, π.χ. της διαδικασίας λύσης του (με μεμονωμένες τροποποιήσεις στον Αστικό Κώδικα για τον πολιτικό γάμο). Δε χρειάζεται θεσμοθέτηση νέων μορφών γάμου.9
Φυσικά, το γεγονός ότι ο πυρήνας του συμβολαίου του γάμου είναι η ρύθμιση των οικονομικών σχέσεων των μελών της οικογένειας (και δε θα μπορούσε να είναι και αλλιώς στον καπιταλισμό) ανάγει αντικειμενικά τα οικονομικά κριτήρια σε παράγοντα που επηρεάζει τη θέληση των συζύγων για τη σύναψη ή τη διάλυση του γάμου ως νομικής μορφής συμβίωσης.10 Δεν αποτελεί, δηλαδή, μια ελεύθερη από οικονομικούς και κοινωνικούς καταναγκασμούς επιλογή, με κριτήριο τον αμοιβαίο έρωτα, το σεβασμό.
Από αυτή τη σκοπιά, το ΚΚΕ είναι αντίθετο με την παρωχημένη, συντηρητική άποψη ότι μια σειρά δικαιώματα ενός ατόμου, όπως η ασφάλιση, η σύνταξη, και άλλα ιδιωτικά ζητήματα ενός ζευγαριού, ετερόφυλου ή ομόφυλου, όπως τα κληρονομικά, η συμβίωση, πρέπει να εξαρτώνται και να κατοχυρώνονται από τη νομική σύμβαση του γάμου. Το ΚΚΕ έχει συγκεκριμένες προτάσεις για τα κοινωνικά δικαιώματα της εργατικής τάξης, του λαού, για να ικανοποιούνται καθολικά οι σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες όλων, ανεξάρτητα φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, φυλής, θρησκείας, ανεξάρτητα αν ένα άτομο είναι σε συμβίωση ή όχι.
Άλλα ζητήματα της συμβίωσης των ζευγαριών- ετερόφυλων ή ομόφυλων- όπως τα κληρονομικά, μπορούν να διευθετηθούν μέσω ιδιωτικών συμφωνητικών, συμβολαιογραφικών πράξεων. Όπως, αντίστοιχα, το να λαμβάνει γνώση κάποιος για θέματα που αφορούν την υγεία κάποιου άλλου μπορεί να αντιμετωπιστεί με ιδιωτικό τρόπο, στο πλαίσιο ιδιωτικών συμφωνητικών, αλλά και τις αναγκαίες τροποποιήσεις στον Αστικό Κώδικα, ώστε να μπορεί ο οποιοσδήποτε –εφόσον δεν επιθυμεί οι συγγενείς να έχουν λόγο γι’ αυτά τα ζητήματα– με ιδιωτικό πληρεξούσιο να ορίζει κάποιον οικείο του για να ρυθμίζει τέτοια ζητήματα.
Με αυτά τα κριτήρια, το ΚΚΕ εξέφρασε τη διαφωνία του στη θεσμοθέτηση του Συμφώνου Συμβίωσης και στην επέκτασή του στα ομόφυλα ζευγάρια, κυρίως γιατί δε συμφωνεί με τη νομική αναγνώριση και θεσμοθέτηση της δυνατότητας της αναδοχής, της τεκνοθεσίας ή της αξιοποίησης της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής από ζευγάρια του ίδιου φύλου. Έχει εκφράσει τις σοβαρές επιφυλάξεις του για αυτό το σύνθετο κοινωνικό ζήτημα. Παρακολουθούμε την αντίστοιχη συζήτηση στην επιστημονική κοινότητα, που δεν έχει ενιαία στάση, αλλά εκφράζονται αντικρουόμενες απόψεις γύρω από το ζήτημα. Το δεδομένο πάντως είναι ότι το ζήτημα του σεξουαλικού προσανατολισμού είναι διαφορετικό από εκείνο της γονικής σχέσης. Ο σεβασμός του προσωπικού σεξουαλικού προσανατολισμού, σε αντίθεση με την απαράδεκτη ομοφοβία και τον αντίστοιχο ρατσισμό, είναι αναμφισβήτητο και αδιαπραγμάτευτο για το ΚΚΕ.
Το ΚΚΕ έχει αφετηρία τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες του παιδιού, για την ομαλή ψυχοσωματική και κοινωνική του ανάπτυξη, και όχι την εκπλήρωση με κάθε τρόπο της επιθυμίας ενός ενήλικου ή ενός ζευγαριού να αποκτήσει παιδί. Για αυτό άσκησε κριτική στο νόμο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για την αναδοχή και την τεκνοθεσία11, που μετατοπίζει την κοινωνική ευθύνη για την παιδική προστασία στην οικογένεια, φυσική, θετή ή και ανάδοχη. Μάλιστα, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να προσδώσει προοδευτικό μανδύα στο συγκεκριμένο νόμο και στην αντιλαϊκή, συντηρητική πολιτική του, αξιοποιώντας την αναδοχή από ομόφυλα ζευγάρια.
Η θέση του ΚΚΕ για την κοινωνική προστασία των παιδιών στηρίζεται στο γεγονός ότι η ανάπτυξη των ψυχικών λειτουργιών του παιδιού κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έμμεσης αφομοίωσης των αξιών, που επικρατούν σε μια ιστορική περίοδο, γίνεται μέσα από τις άμεσες κοινωνικές επαφές του παιδιού με τους ενήλικες. Στη συνέχεια αφομοιώνονται στη συνείδησή του. Συνεπώς επιδρά συνολικά η οικογένεια, το ευρύτερο οικογενειακό, φιλικό, σχολικό, κοινωνικό περιβάλλον. Όπως σημειώνει ο Σοβιετικός μαρξιστής φιλόσοφος Ιλιένκοφ: “Η κοινωνική συνείδηση.. προηγείται από την ατομική συνείδηση, σαν κάτι από πριν, έξω και ανεξάρτητα από την ατομική συνείδηση.... Η κοινωνική συνείδηση, με την εξατομικευμένη της μορφή, με τη μορφή της συνείδησης των πιο κοντινών μας προσώπων και κατόπιν με τη μορφή όλου εκείνου το κύκλου των ανθρώπων που εμφανίζεται στο οπτικό πεδίο του καθενός, διαμορφώνει τη συνείδησή του σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, απ΄ ό,τι ο “υλικός κόσμος”. Όμως, η κοινωνική συνείδηση... σύμφωνα με τον Μαρξ δεν είναι το “πρωτεύον”, αλλά το δευτερεύον, το παράγωγο του κοινωνικού Είναι, δηλαδή του συστήματος των υλικών και οικονομικών σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στους ανθρώπους”.12 Η δυναμική ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασής του με το περιβάλλον- φυσικό και κοινωνικό-, της δραστηριότητάς του. Άρα, δεν μπορεί να διαχωρίζεται η προσωπικότητα από το σύστημα των κοινωνικά καθορισμένων σχέσεων με το οποίο ο εκάστοτε συγκεκριμένος άνθρωπος αλληλεπιδρά δραστήρια, μέσα στο οποίο υπάρχει, δρα και αναπτύσσεται και εντός του οποίου διαμορφώνονται τα διάφορα ψυχολογικά φαινόμενα. Μέσα από την αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το περιβάλλον, μέσα από τη δραστηριότητά του, αντανακλάται στη συνείδησή του, στις ψυχικές του λειτουργίες, η αντικειμενική, κοινωνική πραγματικότητα.
Οπωσδήποτε, στην πορεία της κοινωνικής ανάπτυξης του παιδιού μέσα από την πρώτη μορφή κοινωνικοποίησής του, μέσα από την οικογένεια- ως μορφή κοινωνικής συμβίωσης- ενδέχεται να βρουν αντανάκλαση και χρόνια κοινωνικά προβλήματα και συμπεριφορές, που έχουν κοινωνική ρίζα στην ταξική διαίρεση της κοινωνίας (και όλα όσα αυτή συνεπάγεται σε επίπεδο κοινωνικών σχέσεων και αντιλήψεων). Στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, ο ατομισμός, ανταγωνισμός ο επιφανειακός, εγωιστικός τρόπος και στάση ζωής, διαπερνά τις κοινωνικές σχέσεις, και κατ΄ επέκταση, ως ένα βαθμό, τις διαπροσωπικές, οικογενειακές σχέσεις, τις σχέσεις γονιού- παιδιού.
Ο κίνδυνος αυτός δεν αποτρέπεται ούτε στην περίπτωση ανατροφής παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, στη συμβίωση των ομόφυλων ζευγαριών αντικειμενικά στη συνείδηση του παιδιού– ιδιαίτερα στα πρώτα καθοριστικά χρόνια της ζωής του– αντανακλάται παραποιημένη η αντικειμενική βάση στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, της έλξης άνδρα- γυναίκας, της αλληλεπίδρασης των βιολογικών με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του φύλου. Προφανώς το ζήτημα της παραποιημένης αντίληψης της γονικής σχέσης αφορά, αντίστοιχα, και στις περιπτώσεις ετερόφυλων ζευγαριών, μονογονεϊκών οικογενειών- φυσικών, θετών ή ανάδοχων- στις οποίες υπάρχουν αντιδραστικά στοιχεία, ενδοοικογενειακή βία κι άλλα υποπροϊόντα της εκμεταλλευτικής κοινωνίας, που διαμορφώνουν αρνητικά βιώματα στην κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού.
Χωρίζει άβυσσος τη συγκεκριμένη ανάλυση από την άποψη που με μηχανιστικό τρόπο αναπαράγει ότι το παιδί ενός εθισμένου άνδρα θα αναπτύξει εθισμό στην ενήλικη ζωή του ή ότι το κορίτσι που έχει διαστρεβλωμένο πρότυπο για τη γυναίκα μέσω της μητέρας της θα αναπαράγει αυτό το πρότυπο ως ενήλικας ή ότι το παιδί ενός ομόφυλου θα αναπτύξει οπωσδήποτε και ομόφυλο σεξουαλικό προσανατολισμό. Όσο αδύνατο είναι να μελετηθεί η αντανάκλαση της γονικής σχέσης στη συνείδηση του παιδιού παραγνωρίζοντας τις αντικειμενικές σχέσεις, άλλο τόσο αδύνατο είναι να μελετήσουμε την πορεία κοινωνικής ανάπτυξης του παιδιού, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι συντελείται στο έδαφος αντικειμενικών κοινωνικών σχέσεων, στο πλαίσιο των οποίων δραστηριοποιείται ως διαμορφούμενη προσωπικότητα. Στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, των ψυχικών λειτουργιών, της συνείδησης του παιδιού χρειάζεται η μελέτη της αλληλεπίδρασης του υποκειμενικού- αντικειμενικού, δηλαδή της αλληλεπίδρασης ατόμου- κοινωνίας, που διαμορφώνεται στα πλαίσια ιστορικά καθορισμένων κοινωνικών σχέσεων.
Με την εξέλιξη της καπιταλιστικής κοινωνίας και κυρίως με τη μελλοντική κατάργησή της και τη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας, οπωσδήποτε θα διαμορφωθούν νέες σχέσεις μεταξύ των δυνητικών γονέων. Η κοινωνική επανάσταση άλλωστε –η οποία ξεκινά με τη νίκη της σοσιαλιστικής πολιτικής επανάστασης, την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας– περιλαμβάνει τη ριζική τροποποίηση σε μια πορεία του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων των δύο φύλων και των γονέων με τα παιδιά. Η κοινωνία θα ρυθμίζει αυτές τις σχέσεις στη νέα οικονομική και κοινωνική βάση. Βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι η διαπαιδαγώγηση των παιδιών μετατρέπεται σχεδιασμένα σε υπόθεση όλης της κοινωνία, που δεν περιορίζεται στην αποκλειστικά ατομική- οικογενειακή ευθύνη. Έτσι, όμως, αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο και αναβαθμίζεται η ευθύνη της οικογένειας στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών της.
Η ιστορική πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τον 20ό αιώνα απέδειξε ότι το πρώτο εργατικό κράτος που διαμορφώθηκε στη Σοβιετική Ρωσία σάρωσε όλους τους παλιούς νόμους που διατηρούσαν κι ενίσχυαν την ανισότητα των δύο φύλων, που υποδούλωναν τη γυναίκα στον άντρα μέσα στην οικογένεια κι επιτέλεσε σπουδαία άλματα, στην οικονομική και κοινωνική ζωή, αλλά και στη νομοθεσία για να θεμελιώσει αυτό το επαναστατικό έργο. Για παράδειγμα, ένα από τα πρώτα διατάγματα του σοσιαλιστικού κράτους ήταν η ελευθερία και για τους δύο συζύγους στο διαζύγιο.13 Η σημασία αυτών των αλμάτων αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο, αν ληφθεί υπόψη η κοινωνική πραγματικότητα (προκαπιταλιστική καθυστέρηση, σε θεσμούς, αντιλήψεις κλπ.) που κληρονόμησε η νέα εργατική εξουσία από την τσαρική Ρωσία.
Όπως βέβαια διαπίστωνε ο Λένιν, «η ισότητα απέναντι στο νόμο δεν είναι ακόμα και ισότητα στη ζωή». Το κύριο έργο δηλαδή της σοσιαλιστικής εξουσίας, μαζί με τις νομικές ρυθμίσεις που έρχονται σε αυτήν τη φάση όχι ως επιστέγασμα αλλά ως πρώτο βήμα, είναι η αναμόρφωση συνολικά της κοινωνίας, που θα δώσει νέο περιεχόμενο στις σχέσεις μεταξύ των φύλων, το συναισθηματικό δεσμό τους, την επιλογή για δημιουργία οικογένειας και παιδιών.
Οι νέες αξίες και αντιλήψεις αποκρυσταλλώνονται σταδιακά στο βαθμό που εδραιώνονται οι κομμουνιστικές σχέσεις. Σε αυτήν τη βάση επαναστατικοποιούνται οι απόψεις για τις σχέσεις των δύο φύλων, για τις σχέσεις ανθρώπου προς άνθρωπο, όπως και όλα τα συναισθήματα και οι ιδέες των ανθρώπων. Παρεμβάλλονται νέοι κανόνες ανάμεσα στις υποχρεώσεις του ατόμου απέναντι στην κοινωνία, που οδηγούν στην επαναστατικοποίηση των σχέσεων και μέσα στην οικογένεια. Όμως, η πάλη του νέου πάνω στο παλιό είναι μια αργή και βασανιστική πορεία, καθώς η εμβάθυνση στις νέες σχέσεις παραγωγής και κατανομής επιδρά με ορισμένη καθυστέρηση στη συνείδηση και τις εδραιωμένες για αιώνες κοινωνικές αντιλήψεις και πρακτικές.
Η διαδικασία αυτή δημιουργεί τη βάση για μια συνολική αναμόρφωση της οικογένειας και των οικογενειακών δεσμών, της σχέσης ατόμου και κοινωνίας, κοινωνίας και ατόμου, για την πραγματική αναγέννηση των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων, των συναισθηματικών και οικογενειακών δεσμών που αναπτύσσουν. Από τη στιγμή που έχουν φύγει από τη μέση όλοι οι οικονομικοί παράγοντες που παίζουν στον καπιταλισμό τον καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία οικογένειας, μένει το έδαφος για την ελεύθερη ανάπτυξη των ελεύθερων αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ άντρα και γυναίκας. Το ζήτημα της επιλογής συμβίωσης ενός ζευγαριού γίνεται αποκλειστικά ιδιωτική υπόθεση, στη βάση της σωματικής, πνευματικής, ψυχικής και οποιασδήποτε άλλης έλξης. Η συμβίωση αυτή δεν επηρεάζεται από άλλους παράγοντες και γι’ αυτό διαρκεί για όσο καιρό διαρκεί αυτή η έλξη. Το μοναδικό ελατήριο είναι η αμοιβαία αγάπη.
Βασικό στοιχείο της ρύθμισης αυτών των σχέσεων σε νέα βάση είναι η ισότιμη θέση της γυναίκας στην κοινωνική εργασία, στην οικογένεια, σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής. Το εργατικό κράτος εξασφαλίζει σε όλες και όλους εργασία αντίστοιχη με την ειδίκευση ή επανειδίκευσή τους. Οι γυναίκες και οι άντρες συμβάλλουν με την ατομική τους εργασία στη συνολική κοινωνική εργασία, χωρίς το άγχος της ανεργίας, της ανασφάλειας. Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας αξιοποιείται για να μειώνεται ο εργάσιμος χρόνος και να μπορούν όλοι οι εργαζόμενοι να παίρνουν μέρος στα όργανα της εργατικής εξουσίας, να ασκούν ουσιαστικό έλεγχο σε διοικήσεις παραγωγικών μονάδων, κοινωνικών υπηρεσιών. Δίνεται η δυνατότητα να αξιοποιείται πολύπλευρα και δημιουργικά ο μη εργάσιμος χρόνος των εργαζομένων. Η εργατική εξουσία θεμελιώνεται στην παραγωγική μονάδα, την κοινωνική υπηρεσία, τη διοικητική μονάδα, αλλά και στους παραγωγικούς συνεταιρισμούς των αγροτών, για όσο θα υπάρχουν. Στη συνέλευση των εργαζομένων συμμετέχουν όλες και όλοι οι εργαζόμενοι. Εξασφαλίζεται επίσης η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος στις μη εργαζόμενες γυναίκες που είναι κοντά σε ηλικία συνταξιοδότησης. Ταυτόχρονα, ο συνδυασμός της οικογενειακής και κοινωνικής διαπαιδαγώγησης των παιδιών αποκτά άλλο περιεχόμενο, στηρίζεται σε δίκτυο αποκλειστικά δημόσιων και δωρεάν κοινωνικών υπηρεσιών Υγείας, Πρόνοιας, Παιδείας. Αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο η σχέση της μητέρας με το παιδί, εξασφαλίζοντας γενικευμένα μέτρα για την κοινωνική προστασία του γυναικείου οργανισμού, της μητρότητας. Η συμμετοχή της γυναίκας στα όργανα της εργατικής εξουσίας αποκτά ουσιαστικό- όχι τυπικό- χαρακτήρα.
Αυτό είναι το πραγματικά ριζοσπαστικό και προοδευτικό και όχι αυτό που προβάλλεται σήμερα απ’ όσους υπερασπίζονται το καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο όχι μόνο αναπαράγει την κοινωνική ανισότητα, αλλά και την ανισοτιμία ανάμεσα στα δύο φύλα.
Παραπομπές
1. Βλ. αναλυτικότερα “Ατομική ελευθερία:Μύθος και πραγματικότητα”, του Δ. Κοιλάκου, τεύχος 4/2019 της ΚΟΜΕΠ.
2. Βλ. αναλυτικότερα “Ιδεολογική αντιπαράθεση στις κοινωνικές επιστήμες”, του Κ. Ιωαννίδη, τεύχος 4-5/2006 της ΚΟΜΕΠ, όπως και “Μαρξιστικό μέτωπο στις φεμινιστικές και νεοφεμινιστικές αντιλήψεις”, της Χ. Σκαλούμπακα, τεύχος 5/2010 της ΚΟΜΕΠ.
3. Κ. Μαρξ, Κριτική της πολιτικής οικονομίας, σελ 19, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2010
4. Για παραπέρα μελέτη βλ. “Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους”, Φρ. Ένγκελς, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2008
5. Οκτώβρης 2017
6. Μάης 2018
7. “Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους”, Φρ. Ένγκελς, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2008, σελ. 7
8. Για παραπέρα μελέτη βλ. “ Το γυναικείο ζήτημα: από την πρωτόγονη κοινωνία στη σύγχρονη εποχή”, Α. Κολοντάι, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2016.
9. Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι πρόσφατες νομοθετικές τροποποιήσεις μετατρέπουν ουσιαστικά το ΣΣ των ετερόφυλων ζευγαριών σε θεσμό σχεδόν ίδιο με αυτόν του γάμου, αίροντας τις όποιες διαφορές είχαν οι δύο θεσμοί με βάση το νόμο του 2008.
10. Για παράδειγμα, υπάρχουν ζευγάρια που δεν παίρνουν διαζύγιο και παραμένουν για οικονομικούς λόγους σε μια σχέση που δεν τους ικανοποιεί ψυχικά, πνευματικά, σεξουαλικά. Ακόμα και στην περίπτωση που αποφασίσουν να χωρίσουν, ακολουθούν τη νομική διαδικασία (που μπορεί να φτάσει και στο δικαστήριο) για να διευθετήσουν τα θέματα επιμέλειας των παιδιών, τη διατροφή, να μοιράσουν την κοινή περιουσία. Έχει προέκταση και στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, με σοβαρό αντίκτυπο στην ομαλή ανάπτυξη των παιδιών.
11. Μάιος 2018
12. Ε. Β. Ιλιένκοφ, Η διαλεκτική του Λένιν και η μεταφυσική του θετικισμού, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1988, σελ 31-32.
13. Στα πλαίσια μιας κοινωνίας που στηρίζεται στην ανάπτυξη δεσμών ελεύθερης ένωσης ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, η ελευθερία λύσης του γάμου δε σημαίνει «διάλυση» των δεσμών μεταξύ των πρώην συζύγων-γονέων και των τέκνων, αλλά την τοποθέτησή τους σε άλλη βάση. Στην ΕΣΣΔ υπήρχαν ορισμένοι κανονισμοί για τη σύναψη αλλά και για τη λύση του γάμου. Το νέο ζευγάρι έκανε αίτηση ότι θέλει να κάνει πολιτικό γάμο και μετά από 6 μήνες γινόταν η υπογραφή από τα δύο μέρη, με την αντίστοιχη γαμήλια τελετή. Θεωρούσαν ότι αυτή η 6μηνη παράταση βοηθούσε το νέο ζευγάρι να προσαρμοστεί στην ιδέα της κοινής συμβίωσης. Όσοι γάμοι μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση γίνονταν με θρησκευτική τελετή και δεν είχε γίνει η αντίστοιχη διαδικασία στο τοπικό ληξιαρχείο, δεν αναγνωρίζονταν. Γιατί η Εκκλησία ήταν διαχωρισμένη από το κράτος. Αντίστοιχα, για την έκδοση του διαζυγίου έπρεπε να περάσουν 6 μήνες από την αίτηση στο τοπικό ληξιαρχείο, ώστε να εξετάσει το ζευγάρι αν υπήρχαν δυνατότητες να παραμείνει σε κοινή συμβίωση. Υπήρχε αντίστοιχη συμβουλευτική υπηρεσία για τους δύο συζύγους. Και μετά το διαζύγιο, οι δύο γονείς είχαν από κοινού την ευθύνη για τη διαπαιδαγώγηση του παιδιού. Καθοριζόταν ένα είδος διατροφής προς το σύζυγο (συνήθως στη γυναίκα), που είχε τη βασική επιμέλεια των παιδιών.