'Αρθρο της Μαρίνας Λαβράνου, μέλους του Τμήματος Δικαιοσύνης και Λαϊκών Ελευθεριών της ΚΕ του ΚΚΕ, "Ριζοσπάστης του Σαββατοκύριακου", 4-5/7/20

 

 

Το νομοσχέδιο της ΝΔ για τις «δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις και άλλες διατάξεις» δεν αποτελεί απλά ένα ακόμα νομοσχέδιο κρατικής καταστολής. Ούτε έρχεται να καλύψει «νομικό κενό», όπως επικαλείται η κυβέρνηση, αφού, άλλωστε, υπάρχει ήδη προηγούμενη σχετική νομοθεσία (π.χ. ο λεγόμενος νόμος Δένδια - παρ. 2 του ΠΔ 120/2013). Αντίθετα, αποτελεί σημαντικό νέο κρίκο στην κατεύθυνση της αναβάθμισης της ποινικοποίησης και καταστολής των εργατικών - λαϊκών αγώνων, που είναι επίσημη πολιτική της ΕΕ. Αυτήν την πολιτική ακολουθούν κατά γράμμα όλες οι μέχρι σήμερα αστικές κυβερνήσεις, με την προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και τη σημερινή της ΝΔ να επιταχύνουν μια σειρά από επεξεργασίες και σε νομοθετικό επίπεδο. 

Γι' αυτό και δεν αποτελούν «ελληνική πρωτοτυπία» του συγκεκριμένου νομοσχεδίου η ρητή αναφορά στην ποινικοποίηση της ριζοσπαστικής ιδεολογίας και η σύσταση της «Διεύθυνσης Πρόληψης της Βίας». Στη «Στρατηγική της ΕΕ για την Αντιμετώπιση της Τρομοκρατίας», ήδη από το 2005, η ριζοσπαστικοποίηση αναδεικνύεται ως βασική αιτία της τρομοκρατίας, ενώ η πολιτική της ΕΕ για την αντιμετώπισή της περιλαμβάνει τέσσερις «πυλώνες»: α) Την «πρόληψη» (που συνεπάγεται επέκταση και αναβάθμιση των μηχανισμών παρακολούθησης και ελέγχου, όπως το σχέδιο «Αρτεμις» την περίοδο της καραντίνας), β) την «προστασία», γ) την «καταδίωξη» (με την «ενίσχυση της προστασίας των εξωτερικών συνόρων» να αποτελεί βασική πλευρά τους, με αποτέλεσμα στρατιωτικές δυνάμεις της FRONTEX να αλωνίζουν σε Εβρο και Αιγαίο και κατά χιλιάδες να πνίγονται οι πρόσφυγες και μετανάστες στα νερά της Μεσογείου) και δ) την «απάντηση» (με τις δεκάδες στρατιωτικές αποστολές της ΕΕ ανά την υφήλιο, την εμπλοκή σε μικρότερες ή μεγαλύτερες πολεμικές συγκρούσεις από κοινού με ΗΠΑ - ΝΑΤΟ, την προετοιμασία πιο γενικευμένων συγκρούσεων και με τη Μεσόγειο στο επίκεντρο).

Επίσης, σε έκθεση τον Γενάρη του 2020, η ΕΕ για πρώτη φορά επισήμαινε ως κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια «την εμφάνιση (...) λαϊκών διαδηλώσεων διαμαρτυρίας», δίνοντας την κατεύθυνση για περαιτέρω ποινικοποίηση της ριζοσπαστικής ιδεολογίας και δράσης και ένταση της καταστολής απέναντι στο εργατικό - λαϊκό κίνημα, που εδώ και χρόνια είναι σε εξέλιξη σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Ενδεικτικά αναφέρουμε, δίνοντας ορισμένα μόνο παραδείγματα, από το πλήθος των περιορισμών που είναι σε ισχύ για το δικαίωμα στη συνάθροιση:

-- Στη Γαλλία η αστυνομία μπορεί να ερευνά τους διαδηλωτές (τσάντες και αυτοκίνητα) μέσα και γύρω από τις συγκεντρώσεις αν ζητηθεί από εισαγγελέα. Ειδικά για το Παρίσι, η ενημέρωση για τη συγκέντρωση πρέπει να γίνεται στην αστυνομία 2 μήνες (3 σε περίπτωση μεγάλου πλήθους) πριν από την κινητοποίηση.

-- Στην Ισπανία, ήδη από το 2015 απαγορεύονται συγκεντρώσεις κοντά στη Βουλή και τη Γερουσία και οι οργανωτές, αυτοί που τις προώθησαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι συμμετέχοντες τιμωρούνται. Γενικά προβλέπεται πλήθος προστίμων, που φτάνουν και τα 600.000 ευρώ αν γίνουν συγκεντρώσεις χωρίς άδεια σε υποδομές όπως κόμβοι μεταφοράς, διυλιστήρια, τηλεπικοινωνίες, πυρηνικά εργοστάσια.

-- Στην Ιταλία, τον Αύγουστο του 2019 ψηφίστηκε νόμος που αυξάνει τα πρόστιμα και τις ποινές για διαδηλώσεις και δίνει στην αστυνομία τη δυνατότητα να επεξεργάζεται το σύνολο των προσωπικών δεδομένων όσων βρίσκονται υπό έλεγχο ή «έρευνα».

Την ίδια στιγμή, η συστηματική προσπάθεια προώθησης της θεωρίας των δύο άκρων, της εξίσωσης του ναζισμού με τον κομμουνισμό από την ΕΕ και τα αστικά κράτη, αποδεικνύει ότι στο στόχαστρό τους σταθερά βρίσκεται η κομμουνιστική ιδεολογία και δράση. Γι' αυτό και είναι γενικευμένη η προσπάθεια να ξαναγραφτεί με βρώμικο μελάνι η Ιστορία της πάλης των λαών, να σβηστεί από τη συλλογική μνήμη η ηρωική εποποιία της ΕΣΣΔ, που με τη θυσία εκατομμυρίων ανθρώπων τσάκισε τον φασισμό, να λερωθεί η προσφορά της ΕΣΣΔ στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των λαών. Γι' αυτό και σε πλήθος χωρών της ΕΕ έχουν απαγορευτεί η χρήση κομμουνιστικών συμβόλων, η κομμουνιστική ιδεολογία, η δράση Κομμουνιστικών Κομμάτων.

Συνοδοιπόροι η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ

Είναι υπόλογοι η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και όλα τα κόμματα που υπερασπίζονται την ΕΕ, όσοι υποστηρίζουν ότι μπορεί να αλλάξει, να επανέλθει δήθεν στις ιδρυτικές αξίες της «δημοκρατίας» και «ελευθερίας».

Επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, το 2018, συστάθηκε η «Υψηλού Επιπέδου Ομάδα Ειδικών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη ριζοσπαστικοποίηση», μια «επιτροπή σοφών», δηλαδή ειδικευμένων στην καταπολέμηση της ριζοσπαστικοποίησης. Η επιτροπή αυτή έχει θέσει ως στόχους για το 2020, για τα κράτη - μέλη της ΕΕ, «την ανάγκη να κατανοηθούν καλύτερα όλοι οι τύποι του βίαιου εξτρεμισμού, συμπεριλαμβανομένων και (....) της αριστερής ιδεολογίας», ενώ εκτιμάται ότι «η συνεργασία και οι ανταλλαγές με προτεραιότητα τρίτες χώρες όπως τα Δυτικά Βαλκάνια, οι χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής και η Τουρκία για την καταπολέμηση της ριζοσπαστικοποίησης είναι κρίσιμες». Τονίζεται επίσης η ανάγκη για περισσότερες ανταλλαγές και συνεργασίες μεταξύ πολιτικών, «επαγγελματιών» και ερευνητών των κρατών - μελών, καλύτερο συντονισμό και συνεργασία μεταξύ των διαφόρων δράσεων και παραγόντων. Εν ολίγοις, όσα περιγράφει το άρθρο 19 του νομοσχεδίου για τα καθήκοντα της «Διεύθυνσης Καταπολέμησης της Βίας» που επιδιώκει να συστήσει η κυβέρνηση της ΝΔ!

Η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, επίσης, προχώρησε στην ένταξη στην εθνική νομοθεσία αντιδραστικών Οδηγιών της ΕΕ (για προσωπικά δεδομένα, μητρώο επιβατών αεροπλάνων κ.λπ.), αλλά και στη συμμετοχή στους αντιδραστικούς ευρωπαϊκούς μηχανισμούς και στη Δικαιοσύνη (Ευρωεισαγγελία κ.λπ.). Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στο χτύπημα του απεργιακού δικαιώματος, στη θέσπιση «ιδιωνύμου» για πλειστηριασμούς, στη διαμόρφωση και ψήφιση του νέου Ποινικού Κώδικα (με ενίσχυση του τρομονόμου, εισαγωγή νέων αντιδραστικών θεσμών, αύξηση ποινών και ενίσχυση διατάξεων ενάντια στις εργατικές - λαϊκές κινητοποιήσεις) κ.ο.κ. Είναι χαρακτηριστικό δε ότι οι ποινικές ευθύνες που προβλέπονται στο νομοσχέδιο της ΝΔ για όποιον «δεν συμμορφώνεται προς τας υποδείξεις», στηρίζονται και στο άρθρο 189 του νέου ΠΚ, του οποίου το πλαίσιο εφαρμογής διεύρυνε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Στόχος η αναβάθμιση της καταστολής και της ιδεολογικής χειραγώγησης

Το «νέο» λοιπόν που προσπαθεί να κάνει η ΝΔ είναι να απαγορεύσει τις διαδηλώσεις, αυτό που προσπάθησαν αλλά δεν μπόρεσαν να κάνουν οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις και οι συνοδοιπόροι τους. Βέβαια, όλες οι αντιδραστικές προβλέψεις του νομοσχεδίου, για τα καλοταϊσμένα τηλεοπτικά, έντυπα και διαδικτυακά παπαγαλάκια της κυβέρνησης, δεν αποτελούν προσπάθεια απαγόρευσης των διαδηλώσεων, αλλά «ρύθμισης» του σχετικού δικαιώματος (!).

Αντίστοιχα για την κυβέρνηση συνιστούν «ένα σύγχρονο νομικό πλαίσιο», όπως περιγράφεται στην αιτιολογική έκθεση «για την άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και ειδικότερα τη διενέργεια δημοσίων συναθροίσεων». Ομολογείται δηλαδή ότι ουσιαστικά και ο νομικός εκσυγχρονισμός υπηρετεί αφενός την αναβάθμιση της ποινικοποίησης, της καταστολής, φίμωσης του εργατικού - λαϊκού κινήματος και κάθε ριζοσπαστικής σκέψης. Πόσο μάλλον που η αναφορά γενικά στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι και όχι μόνο στη διενέργεια δημόσιων συναθροίσεων μπορεί να σημαίνει την εισαγωγή κι άλλων περιορισμών στο μέλλον, όχι μόνο στις υπαίθριες αλλά και στις κλειστές συναθροίσεις.

Αφετέρου δε, υπηρετεί την αναβάθμιση της προσπάθειας ιδεολογικής χειραγώγησης, ενίσχυσης της λογικής της «κοινωνικής ειρήνης», του δήθεν ταξικά ουδέτερου κράτους που λειτουργεί προς όφελος όλων. Γι' αυτό και η ηγεσία της αστυνομίας που απαγορεύει - περιορίζει - διαλύει τις συγκεντρώσεις βαφτίζεται αστυνομικός ή λιμενικός «διαμεσολαβητής», που «συνεννοείται» με τον «οργανωτή» για να επιτραπεί η συγκέντρωση.

Τέλος, η ρητή αναφορά στην κατάργηση χουντικών νομοθετημάτων, διατηρώντας παράλληλα τον βασικό πυρήνα του περιεχομένου τους, αποτυπώνει με ιδιαίτερα εκκωφαντικό τρόπο τα ευέλικτα όρια του αστικού Συντάγματος, προκειμένου να υπερασπιστεί τη δικτατορία του κεφαλαίου. Γιατί στο αστικό Σύνταγμα χωράνε τόσο η κατοχύρωση του αστικού κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατίας όσο και η διατήρηση σε ισχύ, εδώ και 45 χρόνια, νομοθετημάτων που θέτουν ευρύτατους περιορισμούς στις εργατικές - λαϊκές κινητοποιήσεις, θεσπίστηκαν την περίοδο της δικτατορίας αλλά δεν θεωρούνται αντισυνταγματικά.

Επομένως, αυτό που φοβούνται οι αστικές τάξεις και οι ιμπεριαλιστικοί τους συνασπισμοί, αυτό πρέπει και να δυναμώσει: Η οργανωμένη πάλη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της που θα βάλει στο επίκεντρο την ικανοποίηση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών, θα υπερασπιστεί τα δικαιώματα του λαού και της νεολαίας, θα «κουρελιάσει» αντιδραστικούς νόμους και διατάγματα.

Οι βασικές διατάξεις του νομοσχεδίου

  • Εισάγει προκλητικούς αντιδραστικούς περιορισμούς, ξεπερνώντας ακόμα και αυτούς που θέτει το ίδιο το αστικό Σύνταγμα! Το νομοσχέδιο ορίζει σημεία που εξαρχής απαγορεύονται συγκεντρώσεις (όπως δημόσιες υπηρεσίες, υπουργεία κ.λπ.), ενώ μπορεί να απαγορευτούν και σε άλλες περιπτώσεις, όπως όταν πραγματοποιούνται χωρίς γνωστοποίηση στις αρχές ή αν δεν συμμορφώνονται οι διαδηλωτές στους περιορισμούς.
  • Προχωράει όχι μόνο στην απαγόρευση και τον περιορισμό των διαδηλώσεων, αλλά και γενικά των συγκεντρώσεων. Απαγορεύει εκ των προτέρων συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις σε υπουργεία και άλλες δημόσιες υπηρεσίες, ενώ αναγνωρίζει τη δυνατότητα πραγματοποίησης αυθόρμητων δημόσιων συναθροίσεων μόνο για γεγονότα «κοινωνικής σημασίας», προϋπόθεση που μπορεί να ερμηνευτεί κατά το δοκούν κι αυθαίρετα.
  • Αναθέτει στην αστυνομία υπερεξουσίες και την αρμοδιότητα να απαγορεύσει εξαρχής ή να διαλύσει μια συγκέντρωση - διαδήλωση. Ταυτόχρονα, της λύνει τα χέρια, καθώς αναφέρει ενδεικτικά κάποιους από τους περιορισμούς που μπορεί να θέσει. Διευρύνει επίσης τον κατασταλτικό ρόλο του Λιμενικού Σώματος, καθώς νομιμοποιείται η χρησιμοποίησή του ενάντια στις εργατικές - λαϊκές κινητοποιήσεις.
  • Ανάγει σε ιδιώνυμο αδίκημα τη συμμετοχή σε απαγορευμένη συγκέντρωση - διαδήλωση, ή στην περίπτωση που παραβιάζονται οι περιορισμοί που έχουν τεθεί (π.χ. καλύφθηκαν δύο λωρίδες του οδοστρώματος αντί για μία).
  • Εισάγει απαγορεύσεις με βάση το «σκοπό» της συγκέντρωσης, σε συνδυασμό με τη συνεκτίμηση του αριθμού των συμμετεχόντων. Οι απαράδεκτες προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για να δοθεί η άδεια για μια συγκέντρωση - διαδήλωση ξεπερνούν ακόμα και τους περιορισμούς που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα. Η έμφαση που δίνει το νομοσχέδιο στον αριθμό των συμμετεχόντων στόχο έχει να τεθούν περιορισμοί, με μια γενική διατύπωση που αποδεικνύει ότι στο στόχαστρο βρίσκονται οι μαζικοί εργατικοί - λαϊκοί αγώνες. Με βάση τη διατύπωση, τίποτα δεν θα εμποδίζει την ηγεσία της αστυνομίας είτε να απαγορεύσει μια συγκέντρωση με μικρό αριθμό διαδηλωτών, γιατί υποτίθεται θα προκαλέσει δυσανάλογη του μεγέθους της ταλαιπωρία, είτε να απαγορεύσει μια μαζική συγκέντρωση με την αιτιολογία π.χ. ότι θα μείνει για πολλή ώρα κλειστό το κέντρο της Αθήνας.
  • Θέτει προληπτικούς περιορισμούς κατά παράβαση ακόμα και στοιχειωδών αρχών του ποινικού κώδικα, αφού αναφέρεται ότι η αστυνομική αρχή μπορεί να λαμβάνει μέτρα και στην περίπτωση αξιόποινων πράξεων «που η τέλεσή τους πιθανολογείται σοβαρά».
  • Δίνει τη δυνατότητα να μπορεί να αποφασιστεί η απαγόρευση μέχρι και την τελευταία στιγμή, αφού δεν ορίζεται σαφής χρόνος γνωστοποίησης από τον οργανωτή, ούτε σαφής χρόνος ενημέρωσης από τις αστυνομικές αρχές για το αν απαγορεύεται ή όχι μια συγκέντρωση - διαδήλωση. Απ' την άλλη μεριά, κατά την υποχρεωτική γνωστοποίηση στις αρχές, απαιτούνται τα στοιχεία ταυτότητας του οργανωτή και σαφής πρόβλεψη για την έναρξη - λήξη - διαδρομή της συγκέντρωσης.
  • Ανοίγει το δρόμο για προβοκατόρικες ενέργειες, στοιχείων που μπορεί να προκαλέσουν επεισόδια σε μια συγκέντρωση, με σκοπό είτε τη διάλυσή της είτε και την οικονομική εξόντωση των φορέων, σωματείων κ.λπ. που τη διοργανώνουν και που φέρουν - με βάση το νομοσχέδιο - αντικειμενική ευθύνη για ενέργειες τέτοιων προβοκατόρων, τη στιγμή που είναι «κοινό μυστικό» ότι αυτοί καθοδηγούνται άμεσα από κρατικούς και «παρακρατικούς» μηχανισμούς. Η προβλεπόμενη απόδοση επιπλέον ποινικών και αστικών ευθυνών στον οργανωτή της συγκέντρωσης και σε όσους «δεν συμμορφωθούν», προαναγγέλλει εμμέσως την ένταση της προσπάθειας προβοκατόρικων ομάδων να δημιουργήσουν τα «σπασμένα» που θα χρεωθεί το κίνημα. Γι' αυτό, μόνο τυχαία δεν ήταν η πρεμούρα του εισηγητή της κυβέρνησης στην πρώτη συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής να χρεώσει στις μαζικότατες κινητοποιήσεις του 2010 τη δολοφονία των εργαζομένων της «Marfin», που ήταν θύματα οργανωμένου σχεδίου προβοκάτσιας, με στόχο να χτυπηθούν οι μαζικές απεργιακές κινητοποιήσεις εκείνης της περιόδου.