Η πλατιά κυκλοφορία του νέου Δοκιμίου, όπως και του παλαιότερου δεν αφήνει αδιάφορους τα επιτελεία της αστικής τάξης, κομματικά, επιστημονικά, δημοσιογραφικά, όπως και τους οπορτουνιστικούς θύλακες. Τα τελευταία χρόνια έχει οργανωθεί, με αύξουσα κλιμάκωση, πολύμορφη αντικομμουνιστική αντεπίθεση ή αντιΚΚΕ πολεμική, με εκδόσεις, ημερίδες, σειρές τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών.

Ανθίζουν όλα τα λουλούδια του αντικομμουνισμού, με χοντροκομμένο περιεχόμενο, αλλά και επιμελημένα εκλεπτυσμένο. Ανάμεσα στους ιστορικούς και πολιτικούς επιστήμονες ξεχωρίζουν οι αυτοπροσδιοριζόμενοι «αναθεωρητές του μεσαίου χώρου» που -τάχα- δεν διακατέχονται από εμπάθεια, αναγνωρίζουν ορισμένες ακρότητες σε βάρος του ΚΚΕ, ως απάντηση σε βίαιες ενέργειες και προκλήσεις που δήθεν πρώτο το ΚΚΕ οργάνωσε. Επιδιώκουν να εξαγνίσουν τα αστικά κόμματα που προκύψαν από τα σπλάχνα των παλαιότερων, να απενοχοποιήσουν ορισμένους πολιτικούς όπως π.χ. τον Γ. Παπανδρέου του Δεκέμβρη του ‘44, που πέθανε με το προσωνύμιο «Γέρος της Δημοκρατίας» ή τον Π. Κανελλόπουλο, ως διανοούμενο ήπιων δεξιών τόνων, βεβαίως είναι και πολλοί άλλοι.

Όλες οι τάσεις και αποχρώσεις, πάντως, από τις ακροδεξιές, συντηρητικές ως τις οπορτουνιστικές, το κύριο βάρος στρέφουν στη περίοδο της κατοχής του Δεκέμβρη του ‘44, και του ταξικού εμφύλιου 1946-1949, στις σχέσεις του ΚΚΕ με το ΔΚΚ, ιδιαίτερα με το ΚΚΣΕ.

Είναι γεγονός ότι η αντιΚΚΕ επίθεση και πολεμική, μετά το 1975 και ιδιαίτερα μετά το 1980, προσέλαβε πιο ήπια μορφή -πάντα ταξικά καθαρή- σε σχέση με τον χυδαίο αντικομμουνισμό που επικρατούσε στην 10ετία του ‘50 και ‘60. Το μετεμφυλιακό πολιτικό εποικοδόμημα είχε εξαντλήσει τα όριά του, ήταν φανερή η τάση ριζοσπαστικοποίησης πλατιών λαϊκών μαζών, και υποχώρησης του άγριου αντικομμουνισμού. Το νομιμοποιημένο ΚΚΕ ήταν άμεσα ετοιμοπόλεμο να απαντήσει στον χοντροκομμένο αντικομμουνισμό. Από την 10ετία του ‘80 η σοσιαλδημοκρατία, που πέρασε στην κυβέρνηση, είχε κομματικό συμφέρον να εμπεδώσει στη συνείδηση του ελληνικού λαού πλαστή διαχωριστική γραμμή Δεξιά - Αντιδεξιά, ως σύγκρουση ανάμεσα στο «σκότος» και το «φως». Έτσι, διαφοροποιήθηκε η σύνθεση του πανεπιστημιακού επιστημονικού προσωπικού, καθώς στις καθηγητικές έδρες αναδείχθηκαν στελέχη της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και σημαντικός αριθμός οπορτουνιστών.

Σε νέα φάση πέρασε ο αντικομμουνισμός με τη νίκη της αντεπανάστασης και την στρατηγική επιλογή της ΕΕ να κηρύξει την «αναθεώρηση και αναδιατύπωση της ιστορίας», με αιχμή του δόρατος την ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς αυτός δεν έληξε μόνο με τη ήττα της φασιστικής Γερμανίας, αλλά οδήγησε στην απόπειρα οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε 8 χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Το ξαναγράψιμο της ιστορίας συνδέθηκε από την πρώτη στιγμή με την εξίσωση φασισμού και κομμουνισμού ως επίσημης κρατικής ιδεολογίας της ΕΕ.

Αυτό το «νέο» ρεύμα στην αστική ιστοριογραφία δεν στηρίχθηκε σε μια νέα επιστημονική έρευνα, αντίθετα χρησιμοποίησε ως μήτρα τον αντικομμουνισμό του παρελθόντος, πρόσθετε τις μαρτυρίες των συνεργατών των ναζί ιδιαίτερα στις βαλτικές χώρες, τις εκτιμήσεις των νέων ηγετών στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, αρχεία που εύκολα μπορούσαν να παραποιηθούν ή να μείνουν στο σκοτάδι σελίδες που δεν συνέφεραν στην αντισοσιαλιστική εκστρατεία.

Ένα απλό φυλλομέτρημα της βιβλιογραφίας του Δοκιμίου 1918-1949, όπως και του Δοκιμίου 1950-1968, αποδεικνύει ότι το Κόμμα δεν αξιοποίησε μόνο το δικό ιστορικό αρχείο, αλλά και εκτεταμένη ξένη και ελληνική αστική βιβλιογραφία. Αντίθετα, σε μεγάλο μέρος των εκδόσεων κριτικής και πολεμικής στο ΚΚΕ περιέχονται ελάχιστα αποσπάσματα από ντοκουμέντα του ΚΚΕ, προβάλλονται επιλεκτικά δηλώσεις κομμουνιστών ηγετών, χωρίς να παίρνεται υπόψη σε ποιες συνθήκες ή σε ποια συγκεκριμένη στιγμή γίνονταν η μια ή άλλη τοποθέτηση. Εμφανίζονται ως σημερινές θέσεις του ΚΚΕ και εκείνες για τις οποίες το Κόμμα μας έχει κάνει κριτική ή τις άλλαξε σε σύντομο χρονικό διάστημα, ασκώντας κριτική στις προηγούμενες. Τέτοιο παράδειγμα αφορά στη θέση του ΚΚΕ για το λεγόμενο μακεδονικό ζήτημα. Η επιλεκτικότητα, η αποσπασματικότητα και ο εκλεκτικισμός δεν έχει καμία δικαιολογία, παρά μόνο ως σκοπιμότητα.

Η αστική ιστοριογραφία εγκαλεί το ΚΚΕ ότι τέθηκε επικεφαλής της Εθνικής Αντίστασης, με σκοπό να καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία, αδιαφορώντας για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Παραπλήσια εκδοχή συνιστά ότι το ΚΚΕ έδινε τη μάχη στην Ελλάδα μόνο και μόνο για να διευκολύνει την νίκη της ΕΣΣΔ, ως κομματικός και μάλιστα «έμμισθος υπάλληλος» της Μόσχας.

Όσοι υποστηρίζουν ότι το ΚΚΕ είχε στόχους άσχετους ή και ασυμβίβαστους με το συμφέρον του ελληνικού λαού να απαλλαγεί από την τριπλή κατοχή, δεν βγάζουν άχνα ή υποβαθμίζουν ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός: Ότι στις 17 Απριλίου 1941 και ενώ ξεκινούσε τμηματικά η διαδικασία παράδοσης ελληνικών εδαφών στο γερμανικό και ιταλικό στρατό, άρχισαν να φεύγουν για την Κρήτη τα μέλη της βασιλικής οικογένειας και πλήθος αυλικών, στη συνέχεια ο βασιλιάς Γεώργιος και η κυβέρνηση Τσουδερού. Όλοι μαζί έφυγαν από την Ελλάδα τρεις μέρες αφού άρχισαν οι γνωστές ηρωικές μάχες της Κρήτης, ενώ στην πορεία και άλλοι αστοί πολιτικοί, όπως ο Π. Κανελλόπουλος και ο Γ. Παπανδρέου βρέθηκαν στο Κάιρο, πλήρως αποσπασμένοι από το λαό, τα ολοκαυτώματα και τις εκτελέσεις, την πείνα και τα βασανιστήρια.

Μια άλλη αστική αντίληψη αφορά στην εκτίμηση ότι το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ δεν χρειαζόταν να ιδρυθούν, γιατί όχι μόνο δεν έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο για την απελευθέρωση, αλλά επέφεραν ζημιές, προκαλώντας τα γερμανικά αντίποινα, ενώ αδιάντροπα υποστηρίζουν ότι αν δεν υπήρχε ο ΕΛΑΣ δεν θα υπήρχαν και οι δοσίλογοι. Προσθέτουν, μάλιστα, ότι την Ελλάδα δεν την απελευθέρωσε ο ΕΛΑΣ, αλλά ήταν συνέπεια της ήττας των Γερμανών εκτός Ελλάδας. Δεν υποστηρίζουμε ότι η πλάστιγγα του πολέμου μπορούσε να γείρει κατά της συμμαχίας του Άξονα, μόνο από το ηρωικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα στην Ελλάδα ή στη μια ή την άλλη μεμονωμένη βαλκανική χώρα. Είτε θέλουν να το αναγνωρίσουν είτε όχι η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει χάρις στο Κόκκινο Στρατό, τον αγώνα της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και με την συμβολή των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στην Ελλάδα, στις βαλκανικές χώρες και όπου αλλού αναπτύχθηκαν, γιατί εκτός των άλλων κρατούσαν διασπασμένες τις γερμανικές δυνάμεις σε πολλά μέτωπα, προκαλούσαν απώλειες.

Η δράση του ΚΚΕ στην κατοχή, όπως και όλων των ΚΚ, περιείχε και το καθήκον της υπεράσπισης της ΕΣΣΔ, που ναι μεν είχε συμπήξει συμμαχία με ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όμως ο αγώνας του λαού της ήταν για την υπεράσπιση της εργατικής εξουσίας, δεν απέβλεπε σε προσάρτηση εδαφών. Η νίκη της ΕΣΣΔ, όπως αποδείχθηκε ήταν ο απαραίτητος, όρος για την νίκη κατά του Αξόνα.

Ένα από τα πολύ προσφιλή αστικά και όχι μόνο επιχειρήματα που αναφέρονται στην ιστορία της κατοχής, τον Δεκέμβρη του ‘44 και την περίοδο 46-49, υποστήριζε ότι οι κομμουνιστές ήταν εχθροί της δήθεν οικουμενικής αξίας της «εθνικής ενότητας» και «ομοψυχίας», που δεν πρέπει να διαταράσσεται είτε σε περίοδο πολέμου είτε σε κρίση ή σε περίοδο καπιταλιστικής ανάκαμψης και ανάπτυξης. Πρόκειται για συνθήματα συγκάλυψης της πραγματικότητας της ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας, που την παρουσιάζουν ως μια κοινωνία ατόμων, πολιτών, που συμβιώνουν μεταξύ τους και έχουν την υποχρέωση να υποταχθούν και να υπηρετήσουν τα συμφέροντα της αστικής τάξης.

Η ταξική πάλη, ανεξάρτητα με ποιες μορφές ή ένταση εκφράζεται, δεν καταργείται ποτέ, είτε σε περίοδο πολέμου είτε μη πολέμου. Ο ΕΔΕΣ ιδρύθηκε ως φιλοαγγλική οργάνωση κατά του ΚΚΕ και έδρασε κατά του ΕΑΜ και ΕΛΑΣ, επόμενο ήταν να εκδηλωθούν συγκρούσεις ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ. Η αστική τάξη και το κράτος της αναγνωρίζουν την βία ως δικό της μονοπωλιακό δικαίωμα, ενώ η εργατική τάξη, το λαϊκό, το επαναστατικό, κίνημα δεν έχει δικαίωμα να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του με όλα τα μέσα που διαθέτει και επιλέγει.

Αυτή την προπαγάνδα διακινούν κατά κόρον τόσο οι χρυσαυγίτικες ναζιστικές χυδαιότητες και νεοδημοκρατικές εφημερίδες με τις κίτρινες σελίδες που προβάλλουν τα δήθεν εγκλήματα των κομμουνιστών, όσο και αστοί ιστοριογράφοι, οι επονομαζόμενοι «αναθεωρητές» της ιστορίας. Όλοι μαζί έχουν ένα στόχο: Το τσάκισμα της ταξικής πάλης σήμερα. Γι' αυτό το σκοπό δεν διστάζουν να αναμασούν τα πιο βρώμικα επιχειρήματα, να διαστρεβλώνουν τα ιστορικά γεγονότα και να κάνουν το μαύρο-άσπρο, στοχεύοντας ιδιαίτερα στη νέα γενιά, που δεν έχει αποκτήσει ακόμα την πείρα της ταξικής πάλης.

Η πιο τυπική αστική αντίληψη για τον Δεκέμβρη του ‘44 είναι ότι συνιστούσε προϊόν ενός προετοιμασμένου σχεδίου βίαιης κατάληψης της εξουσίας. Στην πραγματικότητα οι πρώτες μέρες της απελευθέρωσης και τα Δεκεμβριανά απέδειξαν ότι από την πλευρά του ΚΚΕ δεν υπήρχε τέτοιος σχεδιασμός, αν και είχε ξεσπάσει ανοικτά επαναστατική κατάσταση. Ο Δεκέμβρης δεν ήταν αποτέλεσμα της δολοφονίας άοπλων διαδηλωτών στις 3 και 4 Δεκέμβρη, είχε προετοιμασθεί το έδαφος πολύ πριν η λεγόμενη κυβέρνηση της «εθνικής ενότητας» πατήσει το πόδι της στην Ελλάδα. Η ηρωική μάχη των 33 μερών δεν συνιστούσε σχεδιασμένη επαναστατική εξέγερση, αν και στην πραγματικότητα ήταν μια ανώτερης μορφής ένοπλη ταξική σύγκρουση με την αστική τάξη και τις βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις που προσκλήθηκαν από τον Γ. Παπανδρέου για να τσακίσουν το ΕΑΜικό κίνημα και το ΚΚΕ.

Η αστική και οπορτουνιστική προπαγάνδα, παρά τις μεταξύ τους διαφορές, αποκρύπτουν το γεγονός ότι ενώ τα αστικά κόμματα είχαν στα χέρια τους το πλεονέκτημα της απαράδεκτης συμφωνίας της Βάρκιζας, δεν αισθάνονταν ασφάλεια λόγω της επιρροής και των δεσμών που το ΚΚΕ και το ΕΑΜ διατηρούσαν με το λαό. Επομένως ήθελαν όλα μαζί, είτε ήταν φιλοβασιλικά είτε αντιβασιλικά κόμματα, δεξιά ή δημοκρατικά, να καταφερθεί ολοκληρωτικό χτύπημα στο Κόμμα και στο ΕΑΜ, ωθώντας σε μια εφ΄ όλης της ύλης σύγκρουση.

Επινόησαν κατηγορίες ότι ο ΔΣΕ ήταν ξενοκίνητος, με στόχο παραχώρηση ελληνικών εδαφών, ότι τάχα απαρτίζονταν από βίαια επιστρατευμένους μαχητές ή από ανθρώπους που είχαν προσωπικούς λογαριασμούς με άλλους ανθρώπους ή και προσωπικές φιλοδοξίες. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σε εκδόσεις και κυρίως ημερίδες και συζητήσεις, χρησιμοποιούνται επιλεκτικά προσωπικές μαρτυρίες, μετανοημένων σε πολλές περιπτώσεις ή εμφανίζονται μεμονωμένες ιστορίες για πρόκληση συναισθηματικής φόρτισης, σύμφωνα με τις οποίες το γενικό χαρακτηριστικό του εμφύλιου τάχα ήταν ο αδελφός να σκοτώνει αδελφό, οικογένειες να χωρίζονται μεταξύ τους και αλληλοσκοτώνονται. Αυτά επικαλούνται αυτοί που και σήμερα δικαιώνουν τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, αποδέχονται τα ιμπεριαλιστικά προσχήματα και καλούν ο ένας λαός να χύνει το αίμα του άλλου, προκειμένου να νικήσει η μια ή άλλη αστική τάξη στον ανταγωνισμό για τη επέκταση των αγορών, την διεκδίκηση της πρωτοκαθεδρίας στην εκμετάλλευση περιοχών π.χ. με ενεργειακό πλούτο. Άλλοι επιμελημένα κρύβουν ότι χιλιάδες αγωνιστές αναγκάσθηκαν να πάρουν το δρόμο του βουνού, λόγω των διωγμών και του κινδύνου δολοφονιών, ενώ κάποιοι υποστηρίζουν ότι την ευθύνη για τους διωγμούς βάραινε το ΚΚΕ, που δήθεν δεν τήρησε την Συμφωνία της Βάρκιζας, ότι όλα θα είχαν αποσοβηθεί αν το ΚΚΕ δεχόταν να συμβιβαστεί, εκθέτοντας την εθνική αντίσταση σε ανυποληψία ή αν έπαιρνε μέρος στις κοινοβουλευτικές εκλογές του ‘46. Ένα πράγμα αποδείχθηκε: Η αστική τάξη δεν αρκείται στους συμβιβασμούς, αντίθετα, τους κάνει εφαλτήριο για την οριστική αντεπίθεση, για να ξεμπερδέψει με το ΚΚΕ και γενικότερα το εργατικό κίνημα.

Ο οπορτουνισμός με την γνωστή και χωρίς αρχές ευελιξία του, κατά την 10ετία του ‘70 και ‘80, εμφανίζονταν ως το ρεύμα που υπεράσπιζε την ανάγκη αναθεώρησης της μαρξιστικής θεωρίας, θεωρώντας θεμελιακές της θέσεις ως απαρχαιωμένες. Καμία σχέση, βεβαίως, δεν είχε με την αναγκαιότητα ανάπτυξης της θεωρίας, με βάση την μελέτη των εξελίξεων και τη γενίκευση της πείρας, στόχος ήταν η ανατροπή των θεμελιακών αρχών.

Σ΄ αυτό το πλαίσιο υπερακόντιζε σε επιχειρηματολογία ενάντια στην ΚΔ και το ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης, εμφανίζοντας το ΚΚΕ ως θύμα μιας πολιτικής που έβαζε πάνω απ' όλα τα κρατικά συμφέροντα της ΕΣΣΔ, αδιαφορώντας για το μακελειό σε βάρος σειράς λαών. Αυτή η πολιτική, κατά τους οπορτουνιστές, οδήγησε το ελληνικό κίνημα σε τραγωδίες π.χ. με το δήθεν μοίρασμα του κόσμου κλπ.

Ο κάλπικος διεθνισμός των οπορτουνιστικών δυνάμεων, του λεγόμενου ευρωκομμουνισμού, εκφραζόταν με την υποκριτική αρχή της μη ανάμιξης κάθε ΚΚ στα εσωτερικά του άλλου, καθώς και με την εφεύρεση των "εθνικών δρόμων προς το σοσιαλισμό", όπως π.χ. υποστήριζε το γαλλικό και ιταλικό ΚΚ, το λεγόμενο ΚΚΕ «Εσωτερικού» κλπ. Όμως όλοι αυτοί οι δρόμοι ήταν ένας και μοναδικός: Η σοσιαλδημοκρατική μετάλλαξή τους, με κομμουνιστική φρασεολογία, για τον εκσυγχρονισμό του καπιταλισμού. Στη θέση του προλεταριακού διεθνισμού τοποθέτησαν ως σύγχρονη επεξεργασία την επίθεση σε κάθε ΚΚ που υποστήριζε τη διεθνή ενότητα της εργατικής τάξης και άρα την ανάγκη ενιαίας στρατηγικής του ΔΚΚ. Βέβαια, το ζήτημα ήταν ότι αυτή η στρατηγική έπρεπε να διαμορφωθεί σε επαναστατική βάση, που τέτοια δεν υπήρχε στο ΔΚΚ από μια περίοδο και μετά.

Μετά την αντεπανάσταση και ενώ στην Ελλάδα το ΚΚΕ ξεκίνησε βασανιστικά την αποκατάσταση του επαναστατικού του χαρακτήρα, ο οπορτουνισμός, ιδιαίτερα ορισμένοι θύλακες του, εμφανίστηκαν ως οι αυθεντικοί ερμηνευτές του μαρξισμού-λενινισμού, εγκαλώντας το ΚΚΕ ότι παρεκκλίνει από αυτόν. Επιστρατεύονται αποκομμένα αποσπάσματα του Μαρξ, την περίοδο αστικών και αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων ή του Λένιν, την περίοδο της αστικής επανάστασης κατά του τσαρισμού το 1905-7 ή της ειδικής περιόδου της ΝΕΠ.

Υποστηρίζουν ότι τα ιστορικά γεγονότα πρέπει να εξετάζονται αποκλειστικά και μόνο μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες που πραγματοποιήθηκαν, αρνούμενοι την ύπαρξη γενικών γνωρισμάτων, προσάπτονται στο ΚΚΕ αυθαίρετες σκοπιμότητες που αφορούν το σημερινό Πρόγραμμά του και τις εκτιμήσεις του για την σοσιαλιστική οικοδόμηση, με τα οποία, ως γνωστό, ριζικά διαφωνούν. Αναμφίβολα η ιστορική διερεύνηση και μελέτη πρέπει να πατάει σε έγκυρο αρχειακό υλικό, να παίρνει υπόψη τις συγκεκριμένες αντικειμενικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα, ακόμα και το επίπεδο ανάπτυξης του Κόμματος, επίσης τις διεθνείς εξελίξεις, τις κατευθύνσεις του ΔΚΚ, που ποτέ το ΚΚΕ δεν έπαψε να θεωρεί τον εαυτό του ως αναπόσπαστο τμήμα του.

Η ιστορική αποτίμηση της δράσης του Κόμματος αφορά τον υποκειμενικό παράγοντα, άρα τίθεται υπό κρίση πώς κατάφερνε να κατανοεί, να υπολογίζει τους συγκεκριμένους αντικειμενικούς παράγοντες, το συσχετισμό δυνάμεων, την αστική πολιτική διαχείρισης, την επίδραση των διεθνών εξελίξεων, ώστε να διαμορφώνει και να προσαρμόζει, ανάλογα με τις συνθήκες, τη γραμμή συσπείρωσης και ρήξης με σκοπό την στήριξη της νικηφόρας πορείας υπέρ της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Η αποτίμηση των γεγονότων μιας ολόκληρης περιόδου, δεν μπορεί να εξαντληθεί με την εκτίμηση κατά τις τρέχουσες εξελίξεις, συμπεράσματα που επαληθεύονται συμπληρώνονται ή διορθώνονται όταν έχουν πια αποκρυσταλλωθεί οι τάσεις, τα αποτελέσματα. Αυτός είναι ο δρόμος για την ωρίμανση του Κόμματος.

Η συγγραφή της ιστορίας του Κόμματος δεν είναι μια επανάληψη προηγούμενων εκτιμήσεων, απαιτεί αντικειμενικότητα, μακριά από συναισθηματισμούς και απαλλαγή από το φόβο -εκεί που χρειάζεται- δημόσιας κριτικής και αυτοκριτικής, που δεν έχει καμία σχέση με την λαθολογία, η οποία μόνο μοιρολατρία και απογοήτευση προκαλεί. Η θετική ή αρνητική έκβαση ενός αγώνα δεν κρίνεται μόνο στο πεδίο του ηρωισμού και της ετοιμότητας για προσφορά και αυτοθυσία, αλλά και στη στρατηγική γραμμή, ιδιαίτερα στην επιλογή του κύριου καθήκοντος-κρίκου κατά την διάρκεια κορυφαίων μαχών, που αλλάζουν και ανατρέπουν το συσχετισμό δυνάμεων είτε υπέρ του επαναστατικού κινήματος είτε σε βάρος του. Το ΚΚΕ π.χ. δεν ασκεί κριτική γιατί το θέμα της εξουσίας δεν τέθηκε στην ημερήσια διάταξη το 1940 ή το 1941 ή ακόμα και το 1942, αλλά κατά πόσο το ΚΚΕ είχε συνδέσει τον αγώνα κατά της κατοχής με την κατάκτηση της εξουσίας, εφόσον διαμορφωνόταν επαναστατική κατάσταση, όπως και συνέβη.

Η οπορτουνιστική φιλολογία ότι το ΚΚΕ γράφει την ιστορία με μοναδικό στόχο να επιβεβαιώσει την στρατηγική του, δεν συνιστά την αποκάλυψη ενός μυστικού. Εμείς δημόσια έχουμε δηλώσει και γράψει στα ντοκουμέντα μας ότι το χρέος μας είναι, ιδιαίτερα μετά την νίκη της αντεπανάστασης που μας βρήκε, όπως παντού, απροετοίμαστους και αιφνιδιασμένους, να αντλήσουμε διδάγματα, ώστε να ενισχυθεί ο επαναστατικός χαρακτήρας του Κόμματος, η ικανότητα και ωριμότητά μας .

Ο οπορτουνισμός μας εγκαλεί για την εκτίμησή μας για τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που τον θεωρεί αντιφασιστικό, επειδή από την μια πλευρά βρίσκονταν η ναζιστική Γερμάνια και η Ιταλία. Η πάλη μέχρι αυτοθυσίας, για να μη καταληφθεί ούτε μια σπιθαμή εδάφους από άλλη αστική τάξη είναι απολύτως εφικτή και συμβατή με την εκτίμηση για τον χαρακτήρα του πολέμου ως ιμπεριαλιστικού.

Αυτό που ενοχλεί είναι η θέση μας ότι σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής πολεμικής εμπλοκής, είτε σε αμυντικό είτε σε επιθετικό πόλεμο, το ΚΚΕ πρέπει να ηγηθεί της εργατικής - λαϊκής πάλης, με όλες τις μορφές και με πολύτιμη παρακαταθήκη την πείρα του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, της ΕΑ, της ΕΠΟΝ και της ΟΠΛΑ, να οδηγήσει σε ολοκληρωτική ήττα της αστικής τάξης, εγχώριας και ξένης ως εισβολέα, να συνδεθεί με την κατάκτηση της εξουσίας.

Εγκαλούν το ΚΚΕ -με αφορμή τη κριτική για τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας- ότι βλέπουμε με ισοπεδωτικό τρόπο την συμμετοχή σε κυβερνήσεις εθνικής ενότητας, αρνούμαστε το φιλολαϊκό ρόλο μεταβατικών κυβερνητικών προγραμμάτων στο έδαφος του καπιταλισμού, ότι δεν δεχόμαστε την ύπαρξη ενδιάμεσης εξουσίας ανάμεσα στα δύο συστήματα. Ως επιχείρημα προβάλλουν ότι κατά την κατοχή η εξουσία είχε πραγματοποιηθεί στα απελευθερωμένα εδάφη, ότι αυτό που έλλειψε ήταν η ικανότητα του Κόμματος να δράσει με τακτικό στόχο και όχι στρατηγικό. Στην πραγματικότητα αρνούνται την ανάγκη ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας.

Καλούν το ΚΚΕ, με άλλοθι τα οξυμένα προβλήματα των μαζών, να υιοθετήσει αιτήματα, όχι με την έννοια ότι αυτά μπορούν να συγκινήσουν και να κινητοποιήσουν, αλλά αιτήματα που διευκολύνουν την διεκδίκηση μιας κυβέρνησης στο καπιταλιστικό έδαφος.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ένα σημαντικό μέρος των σημερινών οπορτουνιστών, το 2012 κατηγορούσαν το ΚΚΕ όταν αρνιόταν να υποκύψει στις πιέσεις συνεργασίας με το ΣΥΡΙΖΑ ή να δηλώσει ετοιμότητα στήριξης κυβέρνησής του. Η αποκάλυψη του πραγματικού χαρακτήρα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορά μόνο αυτό το κόμμα, αλλά και όλους εκείνους που κατακεραύνωναν το ΚΚΕ γιατί αρνήθηκε ή αρνείται την μια ή την άλλη μορφή πολιτικής συνεργασίας μαζί του.

Η μελέτη του Δοκιμίου της περιόδου αυτής είναι βέβαιο ότι θα δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που υπάρχουν, σε ακαταστάλακτους προβληματισμούς. Αν και αφορά το παρελθόν τα συμπεράσματά είναι ένα καλό εφόδιο για τα προβλήματα που μας απασχολούν σήμερα, που απαιτούν και γνώση και διευρυμένο πολιτικό και ιδεολογικό ορίζοντα, ανεξάρτητα από το αντικείμενο χρέωσης στην κομματική δουλειά και στο κίνημα. Μελετάμε το παρελθόν κοιτώντας μπροστά!